Σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογρφία και τις μελέτες των τελευταίων δεκαετιών, τα παιδιά με Μαθησιακές Δυσκολίες και Δυσλεξία, Αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους ως περιθωριοποιημένους και έχουν χαμηλότερες εκπαιδευτικές επιδόσεις σε σύγκριση με τους υπόλοιπους μαθητές (Wiener, 1998). Η ανάγνωση τους και τα άλλα μαθησιακά τους προβλήματα πιθανότατα συνεχίζουν και στην ενηλικίωση με καταστρεπτικά αποτελέσματα στα αισθήματα τους για την αυτοεκτίμηση τους, τις προσωπικές τους σχέσεις και τις ευκαιρίες για δουλειά.
Επίσης εξίσου σημαντική είναι η σχέση των μαθησιακών δυσκολιών με την νεανική παραβατικότητα και αποκλίνουσα συμπεριφορά. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες που αφορούν αυτή τη σχέση, αν και η αξίωση ότι οι μαθησιακές δυσκολίες παίζουν έναν πρωτογενή ρόλο στην έκβαση της παραβατικότητας παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα.
Η αδυναμία που αντιμετωπίζουν οι δυσλεξικοί στο να χρησιμοποιούν τη γλώσσα έχει αντίκτυπο στην προσωπικότητα και στη μόρφωση τους, ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίζουν τις μαθησιακές δυσκολίες από τα πρώτα μαθητικά τους χρόνια. Χαρακτηρίζονται ντροπαλά, αναζητούν βοήθεια, και πέφτουν θύματα χλευασμού.
Δεν είναι δημοφιλή στο σχολικό περιβάλλον και συχνά εξαιτίας της διαφορετικότητάς» τους, περιθωριοποιούνται. Συνήθως απορρίπτονται και αγνοούνται από συμμαθητές, γονείς και δασκάλους, από το περιβάλλον δηλαδή που νοιάζεται για τον συναισθηματικό αντίκτυπο της απόρριψης. Εξαιτίας των καταστάσεων που βιώνει το δυσλεξικό παιδί, νιώθει το φόβο της αποτυχίας, το φόβο του να είναι διαφορετικό, το φόβο του ατοπήματος, και της «κοινωνικής γκάφας»(Miles, T., 1996).
Επιπλέον, τα δυσλεξικά παιδιά διαφέρουν στις κοινωνικές ικανότητες, συμπεριφορές και στο κοινωνικό-εκπαιδευτικό προφίλ τους. Ναι μεν, κατανοούν ποια είναι η αποδεκτή κοινωνική συμπεριφορά, αλλά αντιμετωπίζουν πρόβλημα στο να προσαρμοστούν στις κατάλληλες κοινωνικές συνθήκες και να συμπεριφερθούν ανάλογα. Παλαιότερες έρευνες έχουν αποδείξει ότι τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες συνήθως οδηγούνται στην σχολική αποτυχία και στον κοινωνικό αποκλεισμό, κατά συνέπεια νοιώθουν μοναξιά, και δεν έχουν πρόσβαση στα ουσιώδη κοινωνικά αγαθά (εκπαίδευση, εργασία, κλπ). (Bryan, JH., Bryan, T., 1990).
Τα παιδιά αυτά το πιο πιθανό είναι να αγνοηθούν ή και να περιθωριοποιηθούν από τους συμμαθητές και καθηγητές τους, από το περιβάλλον δηλαδή που ενδιαφέρεται για τον συναισθηματικό αντίκτυπο της απόρριψης.
Άλλες έρευνες αποδεικνύουν ότι τα νεαρά άτομα με μαθησιακές δυσκολίες δυσκολεύονται στην εύρεση εργασίας σε σύγκριση με τα φυσιολογικά άτομα. Γι’ αυτό η μετάβαση από το σχολείο σε ανώτερη εκπαίδευση ή επαγγελματική αποκατάσταση καθίσταται δύσκολη. (Hirst, MA. 1983)
Μαθησιακές δυσκολίες που προϋπάρχουν από τα χρόνια του Δημοτικού ξαφνικά γίνονται ανυπέρβλητα εμπόδια που απαγορεύουν στον έφηβο να συνεχίσει την φοίτηση του και του δίνουν την εικόνα του «ανίκανου» ή του «καθυστερημένου». Αντικοινωνική συμπεριφορά, αντίθεση απέναντι στους γονείς, άσχημες παρέες, μικροπαραπτώματα ενδεικτικά της κρίσης της εφηβείας, συνυπάρχουν και συχνά καλύπτουν τις μαθησιακές δυσκολίες του έφηβου.(Λαζαράτου, Αναγνωστόπουλοςκλπ, 2001) Δηλαδή, η δυσλεξία συνδέεται ακόμη και με την επιθετικότητα και την αντικοινωνική συμπεριφορά. Εν μέρει, η εικασία αυτή απορρέει από το γεγονός ότι αρκετά από τα παιδιά που έχουν δικαστεί για παραβατικότητα είχαν μαθησιακές δυσκολίες και χαμηλή σχολική απόδοση. Οι μαθησιακές δυσκολίες είναι αιτία της σχολικής αποτυχίας, η οποία οδηγεί στην αρνητική εικόνα του παιδιού από τον ενήλικα, από τους συμμαθητές του και από τον ίδιο του τον εαυτό. Και αυτό είναι που προτρέπει τα παιδιά στην συναναστροφή με ομάδες που παρουσιάζουν αποκλίνουσα συμπεριφορά. Εάν το παιδί απορρίψει τις κοινωνικές δομές (όπως το σχολείο) τότε θα αναζητήσει εναλλακτικές, συχνά αποκλίνουσες δραστηριότητες. Πολλοί συγγραφείς έχουν επικαλεστεί την δυνατή σχέση ανάμεσα στις μαθησιακές δυσκολίες και επιθετική, αντικοινωνική συμπεριφορά και την νεανική παραβατικότητα. Υποστηρίζουν ότι οι μαθησιακές δυσκολίες είναι η αιτία της επιθετικής συμπεριφοράς και η νεανική παραβατηκότητα γίνεται ολοένα και πιο ευεξήγητη στα πλαίσια των μαθησιακών δυσκολιών.
Έχουν ελάχιστη σχολική επιτυχία καθ’ όλη τη διάρκεια των μαθητικών τους χρόνων και όσο η μαθησιακή αποτυχία μεγαλώνει, τόσο μεγαλώνει η απογοήτευση και η ανασφάλεια που νιώθουν. Φυσικά το πρόβλημα εκτείνεται και έξω από τις σχολικές τάξεις Τα μαθησιακά τους προβλήματα συνεχίζονται και στην ενήλικη ζωή τους με καταστρεπτικά αποτελέσματα για την αυτοεκτίμηση τους, τις προσωπικές τους σχέσεις και τις ευκαιρίες για δουλειά. (Saunders, R.E., 1965).