Ο Κάρλ Γιουνγκ είπε ότι στα παραμύθια η ψυχή διηγείται την ιστορία της.
Όταν συνειδητοποιήσουμε τη βαθύτερη σημασία του νοήματος του παραμυθιού, τότε πιο εύκολα μπορούμε να μεταφράσουμε τις ασυνείδητες σκέψεις και τους φόβους μας και να τους αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα.
Θα θυμηθούμε το γνωστό παραμύθι, αλλά θα το διαβάσουμε «αλλιώς».
Ο Τζακ κλέβει τον θησαυρό του γίγαντα και μ αυτόν τον τρόπο δίνεται η ελπίδα ότι ακόμη και ο πιο ταπεινός μπορεί να πετύχει στη ζωή. Ποιός από μας το πιστεύει αλήθεια αυτό;
Ας δούμε ποιός είναι για μας ο εντολέας αλλά και ο απορριπτικός εκείνος σημαντικός. Για τον Τζακ ήταν η μητέρα. Για σένα; Μήπως εσύ ο ίδιος;
Αν συναντούσες τον ανθρωπάκο στον δρόμο σου, θα έκανες την συναλλαγή που έκανε ο Τζακ;
Ας δούμε επίσης, ποιός είναι ο γίγαντας και τί συμβολίζει για σένα το μέγεθός του.
Ας δούμε, τον εαυτό μας, μέσα από τις προκλήσεις, τις σχέσεις, την αναζήτηση στόχων, την αυτοπεποίθηση και την επιβεβαίωση.
Άλλωστε σε τί χρησιμεύει να γίνει κανείς κακός όταν νοιώθει τόσο ασήμαντος που φοβάται ότι δεν θα καταφέρει τίποτα στη ζωή του;
Το ν αντιμετωπίζει κανείς τη ζωή, είναι μία πεποίθηση. Ναι, αλλά μπορεί να κυριαρχεί στις δυσκολίες ή ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης να είναι η μοιρολατρία και η ηττοπάθεια;
Παρασκευή 26, Σάββατο 27 και Κυριακή 28 Αυγούστου, δίπλα στη θάλασσα, θα διαβάσουμε παραμύθι!
«Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε μία γυναίκα με τον μονάκριβο γιο της Τζακ. Ήταν πολύ φτωχοί και μία μέρα η γυναίκα διαπίστωσε ότι δεν έχουν να φάνε. Το μόνο που τους απέμεινε ήταν μία παλιά αγελάδα. Έτσι, η γυναίκα έστειλε τον Τζακ να την πουλήσει στην αγορά. Βεβαιώσου ότι μπορείς να πάρεις μία καλή τιμή, είπε στον Τζακ.
Στο δρόμο του προς την αγορά ο Τζακ συνάντησε έναν παράξενο μικρό άνθρωπο.
Που πας με την αγελάδα;
Για την αγορά, απάντησε ο Τζακ.
Θα την αγοράσω εγώ είπε ο άνθρωπος. Θα σου δώσω αυτά τα 5 μαγικά φασόλια για την αγελάδα σου.
Ο Τζακ δεν είχε δει ποτέ πριν μαγικά φασόλια. Έτσι γρήγορα συμφώνησε και ήλπιζε ότι τα μαγικά φασόλια θα έκαναν τα παντα καλύτερα. Ο Τζακ έτρεξε στο σπίτι για να πει στην μητέρα του για την μεγάλη διαπραγμάτευση που έκανε, αλλά η μητέρα του δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη. Φασόλια; Φώναξε. Πώς θα μας θρέψουν τα φασόλια;
Είναι μαγικά φασόλια μητέρα, είπε ο Τζακ.
Μαγικά φασόλια; ωωω ανόητο αγόρι είπε η μητέρα του και πέταξε τα φασόλια από το παράθυρο.
Όταν ο Τζακ ξύπνησε το επόμενο πρωί, είδε μία τεράστια φασολιά μεγαλώμένη μέχρι τον ουρανό. Χωρίς σκέψη ανέβηκε την φασολιά, ενώ η μητέρα του έμεινε να τον κοιτάζει. Αφού πέρασε τα λευκά σύννεφα, ο Τζακ βρέθηκε σε άλλη χώρα. Έφτασε σε ένα τεράστιο κάστρο και αποφάσισε να χτυπήσει το κουδούνι. Μία γιγάντια γυναίκα βγήκε από την πύλη.
Πώς έφτασες εδώ μικρό αγοράκι; Ρώτησε. Έλα μέσα πριν φτάσει ο σύζυγός μου.
Πήρε τον Τζακ στην κουζίνα. Το τραπέζι και η καρέκλα ήταν σα βουνά για αυτόν.
Πάρε πρωινό, θα πρέπει να είσαι πεινασμένος, είπε η γυναίκα.
Ο Τζακ, έφαγε ένα πιάτο γεμάτο φαγητό. Ξαφνικά, δυνατά βήματα ακούστηκαν. Αυτός είναι ο σύζυγός μου, είπε η γυναίκα. Κρύψου γιατί θα σε φάει. Ο Τζακ, κρύφτηκε γρήγορα στο φούρνο. Σνιφ, μου μυρίζει το αίμα ενός ανθρώπου, είπε ο γίγαντας όταν ήρθε στην κουζίνα. Φαντάζεσαι πράγματα, είπε η σύζυγός του. Δεν υπάρχει άνθρωπος εδώ μέσα. Το πρωινό σου είναι στο τραπέζι. Ο γίγαντας κάθησε να φάει το τεράστιο γεύμα του και στη συνέχεια ζήτησε την χρυσή του κότα. Από την κρυψώνα του ο Τζακ είδε ότι η κότα έβγαζε ένα αυγό από ατόφιο χρυσάφι κάθε φορά που ο γίγαντας της το ζητούσε. Σύντομα ο γίγαντας αποκοιμήθηκε και έτσι ο Τζακ, βγήκε έξω τρέχοντας, άρπαξε την κότα και έφτασε στη φασολιά πριν ο γίγαντας ξυπνήσει.
Η μητέρα του Τζακ ήταν πολύ ανακουφισμένη και έζησαν καλά, πουλώντας τα χρυσά αυγά.
Αλλά η φασολιά, ήταν ακόμη εκεί να προκαλεί τον Τζακ.
Μία μέρα ο Τζακ, ανέβηκε στη φασολιά και πάλι μπήκε στα κρυφά μέσα στο κάστρο και κρύφτηκε σε ένα ντουλάπι. Σνιφ, μου μυρίζει το αίμα ενός ανθρώπου, είπε ο γίγαντας ενώ προσπαθούσε να βρει τον Τζακ. Αλλά δεν μπορούσε να τον βρει, έτσι πήγε να φάει το δείπνο του. Αφού έφαγε, ο γίγαντας πήγε να πάρει την μαγική του άρπα. Η άρπα άρχισε να τραγουδάει από μόνη της την πιο όμορφη μουσική που ακούστηκε ποτέ και ο γίγαντας αποκοιμήθηκε. Ενώ ο γίγαντας κοιμόταν βαθιά, ο Τζακ, πήδηξε έξω από το συρτάρι και άρπαξε την άρπα καθώς δεν είχε δει ποτέ πριν κάτι τόσο όμορφο. Αφέντη, αφέντη, φώναξε η άρπα, βοήθησέ με. Ο γίγαντας ξύπνησε και κυνήγησε τον Τζακ. Και οι δύο άρχισαν να κατεβαίνουν τη φασολιά, αλλά ο Τζακ ήταν ελαφρύτερος και ταχύτερος απ΄τον γίγαντα και έφτασε γρήγορα στο κάτω μέρος.
Φέρε μου το τσεκούρι μητέρα, είπε ο Τζακ. Η μητέρα του, έδωσε γρήγορα το τσεκούρι και ο Τζακ άρχισε να κόβει την φασολιά. Ξαφνικά η φασολιά άρχισε να πέφτει και αυτό ήταν το τέλος του γίγαντα.
Ήταν επίσης το τέλος των περιπετειών του Τζακ. Από τότε έζησε ευτυχισμένος με τη μητέρα του μαζί με την κότα με τα χρυσά αυγά και την άρπα που τραγουδούσε όμορφα τραγούδια.